βιοποριστικός

βιοποριστικός
geçim

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βιοποριστικός — ή, ό ο σχετικός με τον βιοπορισμό …   Dictionary of Greek

  • βιοποριστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο βιοπορισμό: Τα νέαφορολογικά μέτρα πλήττουν τα βιοποριστικά επαγγέλματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”